- εξελκωτικός
- η , όν1) изъязвлённый, язвенный; 2) вызывающий изъязвление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξελκωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί εξέλκωση 2. (για πρόσ.) ο γεμάτος πληγές … Dictionary of Greek
εξελκωτικός — ή, ό 1. που προκαλεί εξέλκωση. 2. που παθαίνει εξελκώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)